
τάπα η [tápa] : α. βούλωμα από φελλό, ξύλο ή σίδερο: ~ της μπουκάλας / του βαρελιού. Bίδωσε την ~ στην άκρη του σωλήνα, για να σταματήσει το νερό που έτρεχε. β. (αθλ., προφ.) κόψιμο. [ιταλ. tapp(o) -α ή μέσω του τουρκ. tapa]
Και ο νοών … νοείτο … κάποια στιγμή θα εξηγήσουμε ... όταν καταλάβουμε και εμείς ...
|